- σουρτάρι
- το, Νβλ. συρτάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρτάρι — και σουρτάρι, το, Ν 1. ορθογώνια ή τετράγωνη θήκη που μπαίνει σε ειδική υποδοχή σε τραπέζι ή σε άλλο έπιπλο, την οποία μπορεί κάποιος να σύρει προς τα έξω και να επαναφέρει στη θέση της με ευχέρεια και η οποία χρησιμεύει για φύλαξη διαφόρων… … Dictionary of Greek
συρτάρι — συρτάρι, το και σουρτάρι, το θήκη σε έπιπλο που σύρεται προς τα έξω και επαναφέρεται στη θέση του: Έβγαλε ένα φάκελο από το συρτάρι του γραφείου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)